ῥέπων

ῥέπων
ῥέπω
turn the scale
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατώρης — κατώρης, ώρες (Α) 1. δ. γρφ. τού κατάρης* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κάτω ῥέπων». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ώρης (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), πρβλ. αυτ ώρης, νε ώρης. Το ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • οξυρεπής — ὀξυρεπής και, κατά τον Ησύχ., ὀξυρρεπής, ές (Α) 1. αυτός που διακρίνεται για την ευστροφία του («ὀξυρεπεῑ δόλῳ» με εύστροφη δολιότητα, Πίνδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυρρεπής ὀξέως βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος». επίρρ... ὀξυρρεπῶς (Α) με οξυρεπή… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιρεπής — και χαμαιρρεπής, ές, Α χαμαίζηλος, χαμαιπαγής*. επίρρ... χαμαιρεπῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «χαμαιρεπῶς χαμαιζήλως, ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + ρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ἐπι ρρεπής, ὀξυ ρεπής] …   Dictionary of Greek

  • u̯er-1, also su̯er- —     u̯er 1, also su̯er     English meaning: to bind, to attach     Deutsche Übersetzung: “binden, anreihen, aufhängen”, also zum Wägen, daher ‘schwer; Schnur, Strick”     Material: A. Gk. ἀείρω from *ἀFέρι̯ω (with Vorschlags α ), seit Homer also… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”